σκληρακτίνια

σκληρακτίνια
τα, Ν
ζωολ. τάξη ευρέως διαδεδομένων εξακοραλλίων ή ζωανθών ανθοζώων, συγγενικών με τις ανεμώνες τής θάλασσας, που έχουν ασβεστολιθικό σκελετό και εκκρίνουν τα ίδια, από το διαλυμένο νερό, ανθρακικό ασβέστιο, συμμετέχοντας σε σημαντικό βαθμό στον σχηματισμό τών ατολλών και τών κοραλλιογενών υφάλων, αλλ. πετρώδη ή λευκά κοράλλια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λιθοκοράλλια ή σκληρακτίνια — (madreporaria ή scleractinia). Τάξη κνιδοζώων της ομοταξίας των ανθοζώων. Πρόκειται για οργανισμούς συγγενικούς με τις θαλάσσιες ανεμώνες, με τη διαφορά ότι εκκρίνουν ένα σκληρό ασβεστολιθικό εξωσκελετό. Το ιδρυτικό άτομο της αποικίας εκκρίνει… …   Dictionary of Greek

  • κοράλλι — Αποικιακό κνιδόζωο της ομοταξίας των ανθοζώων. Υπάρχουν περισσότερα από 200 είδη κ., τα οποία ταξινομούνται σε δύο μεγάλες υφομοταξίες, τα σκληρακτίνια και τα οκτωκοράλλια. Στα σκληρακτίνια περιλαμβάνονται τα γνήσια κ., τα οποία εκκρίνουν… …   Dictionary of Greek

  • φούνγκια — η, Ν ζωολ. γένος μοναχικών κοραλλιών τών τροπικών θαλασσών τής τάξης σκληρακτίνια. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. νεολατ. fungia < λατ. fungus «σπόγγος, μύκητας»] …   Dictionary of Greek

  • εγκεφαλοκοράλλια — Ονομασία ορισμένων κοραλλιών που ανήκουν στα σκληρακτίνια ή λιθοκοράλλια. Ο συμπαγής σκελετός τους παρουσιάζει μαιανδροειδείς αυλακώσεις και βαθύνσεις που μοιάζουν με αυτές του εγκεφάλου. Χαρακτηριστικό είδος είναι η μεαντρίνα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”